- σχισμῶν
- σχισμήcleftfem gen plσχισμόςcleavingmasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περίθλαση — Φυσικό φαινόμενο που οφείλεται στην απόκλιση ενός κύματος από την ευθύγραμμη διάδοση και παρατηρείται όταν το κύμα αυτό διέρχεται μέσω οπών ή προσκρούει σε εμπόδια, οι διαστάσεις των οποίων είναι της τάξης του μήκους του κύματος. Η π. συναντάται… … Dictionary of Greek
μάγνητρο — Ηλεκτρονική λυχνία κενού, κατάλληλη να παράγει ηλεκτρομαγνητικά κύματα πολύ υψηλής συχνότητας συνεχώς ή κατά παλμούς· χρησιμοποιείται επίσης και ως ενισχυτική διάταξη ισχύος. Κατασκευάστηκε το 1921 από τον Αμερικανό φυσικό και μηχανικό Άλμπερτ… … Dictionary of Greek
έπταγχος — ο σελάχιο με επτά ζεύγη βραγχιακών σχισμών … Dictionary of Greek
ατμοσειρήνα — Συσκευή που λειτουργεί με ατμό και τη χρησιμοποιούσαν κυρίως στα ατμόπλοια για να εκπέμπει ηχητικά σήματα. Ο ατμός μπαίνει σε μία κυλινδρική θήκη με διπλά τοιχώματα και εκρέει με ορμή από λοξές σχισμές του εσωτερικού τοιχώματος. Το ρεύμα αυτό του … Dictionary of Greek
διάσχιση — η (Α διάσχισις) διαίρεση, διαχωρισμός, σχίσιμο νεοελλ. 1. διαδρομή, διάπλους («διάσχιση τού αέρα») 2. ανώμαλη και βίαιη λύση τής συνέχειας τών σαρκών 3. ναυτ. η διάνοιξη μεγάλων σχισμών με μαχαίρι σε ιστίο για να μπορέσει, σε περίπτωση θύελλας,… … Dictionary of Greek
καρχαρίας — Κοινή ονομασία διαφόρων σελαχίων ψαριών της τάξης των σκουαλιμόρφων (σελαχοειδή πλαγιόστομα). Τα ψάρια αυτά χαρακτηρίζονται κυρίως από το κοντό ρύγχος, το πολύ μακρύ και λεπτό σώμα, την απουσία εδραίου πτερυγίου, την παρουσία 5 6 βραγχιακών… … Dictionary of Greek
μογγολισμός — (Ιατρ.). Ονομάζεται επίσης μογγολοειδής ιδιωτία ή σύνδρομο Down. Παθολογική κατάσταση που οφείλεται στην παρουσία ενός επιπλέον χρωμοσώματος (τρισωμία 21: αντί 2, υπάρχουν 3 χρωμοσώματα 21) ή σε αλλοιώσεις πάντα του χρωμοσώματος 21. Είναι μάλλον… … Dictionary of Greek
πλευροτρηματικοί — οι, Ν ζωολ. τάξη σελάχιων χονδριχθύων που περιλαμβάνει τους καρχαρίες και χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη πέντε έως οκτώ βραγχιακών σχισμών στα πλάγια τού σώματός τους. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pleurotremata (< πλευρά + τρῆμα, ατο… … Dictionary of Greek
πνευμονικός — ή, ό / πνευμονικός, ή, όν ΝΜΑ [πνεύμων, ονος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους πνεύμονες και αφορά ανατομικό σχηματισμό, λειτουργία ή νόσο (α. «πνευμονική φυματίωση» β. «πλήρωσις τοῡ τόπου τοῡ πνευμονικοῡ», Αριστοτ.) νεοελλ. φρ. α)… … Dictionary of Greek
σελάχιος — α, ο / σελάχιος, ία, ον, ΝΑ [σέλαχος (ΙΙ)] νεοελλ. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οι σελάχιοι ζωολ. υφομοταξία ή ομοταξία χονδροϊχθύων που, σε αντιδιαστολή με τους ολοκέφαλους, φέρουν 5 7 ζεύγη ορατών εξωτερικά βραγχιακών σχισμών διατεταγμένων… … Dictionary of Greek